προκάθισις
From LSJ
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
English (LSJ)
-εως, ἡ, sitting in public, Plu.2.166a(pl.); ἐπὶ θρόνου J.AJ17.9.5.
German (Pape)
[Seite 727] ἡ, das Vorsitzen, öffentliches Sitzen, ἐπὶ θρόνου βασιλικοῦ, Ios. Bei Plut. superst. 3 v.l. προσκ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de siéger en public.
Étymologie: προκαθίζω.
Russian (Dvoretsky)
προκάθισις: εως ἡ восседание, сидение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προκάθῐσις: ἡ, τὸ προκαθίζεσθαι, Πλούτ. 2. 166Α· ἐπὶ θρόνου Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 9, 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: = προεδρία, «προεδρία· προκάθισις, προτίμησις».
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α προκαθίζω
1. το να κάθεται κανείς ενώπιον του δήμου και να δέχεται τον λαό σε ακρόαση
2. το να κατέχει κανείς την πρώτη θέση σε δημόσια συγκέντρωση, πρωτοκαθεδρία
3. (κατά τον Ησύχ.) προεδρία.