ἀνδρεράστρια
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ, woman that is fond of men, Ar.Th.392 (ἀνδρεάστρια cod. R).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mujer aficionada a los hombres Ar.Th.392, cf. Phryn.PS p.34B.
German (Pape)
[Seite 217] ἡ, Männerliebhaberin, Ar. Th. 392.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρεράστρια: ἡ мужелюбивая женщина Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρεράστρια: ἡ, ἡ ἐμμανῶς ἀγαπῶσα τοὺς ἄνδρας, τὰς μοιχοτρόπους, τὰς ἀνδρεραστρίας καλῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 392. - «ἀνδρεράστρια γυνή, ἡ ἐπιμαινομένη ἀνδράσιν ἢ ἐρῶσα ἄλλου καὶ ἄλλου» Α. Β. 21, 12.
Greek Monolingual
ἀνδρεράστρια, ἡ (Α)
γυναίκα που αγαπάει πολλούς άνδρες.