διατρυπάω
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
bore through, pierce, Arist.HA528b33:—Pass., Luc. Sat.24.
Spanish (DGE)
(διατρῡπάω) I tr.
1 perforar, agujerear τὰ ὄστρακα Arist.HA 528b33, cf. 547b7, τοὺς καλάμους Arist.HA 556b3, cf. Sch.A.R.2.326a, en v. pas. ὀστράκινα σκεύη ... δι' ἀλλήλων διατρυφθέντα Gr.Nyss.Eun.3.1.71
•sent. obs. tb. en v. pas. dejarse penetrar Ps.Archil.Fr.291.3.
2 picar τὰ δέρματα los insectos, Arist.HA 528b32, cf. Sch.A.Supp.556, en v. pas. τὴν ἐσθῆτα ... κοσκινηδὸν διατετρυπῆσθαι ὑπὸ τῶν βελτίστων μυῶν Luc.Sat.24
•fig. ser atravesado ἡ ψυχὴ ... διατετρυπημένη ... ὑπὸ φροντίδων Chrys.M.58.486.
II intr. hacer un agujero εἰς τὴν ἄμμον καταδύεται τῷ ῥύγχει διατρυπήσας Arist.HA 621a5.
German (Pape)
[Seite 608] durchbohren; Arist. H. A. 4, 4; Luc. Ep. Sat. 24, von dem Zerfressen der Motten.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
trouer, percer, creuser.
Étymologie: διά, τρυπάω.
Greek (Liddell-Scott)
διατρῠπάω: τρυπῶ διὰ μέσου, διαπερῶ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4.4,15., 5.15,13, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
διατρῡπάω:
1 просверливать, прокалывать (τὰ ὄστρακα Arst.);
2 точить насквозь, прогрызать (διατετρυπῆσθαι ὑπὸ τῶν μυῶν Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τρυπάω perforeren.
Léxico de magia
agujerear, perforar γλυφέντα (τὸν λίθον) δὲ διατρυπήσας καὶ διείρας σπάρτῳ περὶ τὸν τράχηλόν σου εἴρησον una vez grabada la piedra, hazle un agujero, pasa por él un cordón y cuélgatela al cuello P I 68