σμικρύνω

From LSJ
Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑκρύνω Medium diacritics: σμικρύνω Low diacritics: σμικρύνω Capitals: ΣΜΙΚΡΥΝΩ
Transliteration A: smikrýnō Transliteration B: smikrynō Transliteration C: smikryno Beta Code: smikru/nw

English (LSJ)

think meanly of, τὰς προτάσεις App.Mac.9.3; cf. μικρύνω.

German (Pape)

[Seite 911] att. statt μικρύνω.

French (Bailly abrégé)

att. c. μικρύνω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σμικρός
νεοελλ.
1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω ως προς τις διαστάσεις, σε αντιδιαστολή προς το μεγεθύνω
2. αναπαριστώ κάτι σε μικρότερο μέγεθος
μσν.-αρχ.
υποβιβάζω, ταπεινώνω
αρχ.
θεωρώ κάτι ευτελές, ασήμαντο.