βλεπτέον
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
one must look, εἴς τι Pl.Lg.965d, Arist.APr.44a36, etc.
Spanish (DGE)
hay que observar τί ποτ' ἔστιν εἰς ὃ β. Pl.Lg.965d, εἰς τὰ προειρημένα β. Arist.APr.44a36, cf. Plot.6.5.2.
Greek (Liddell-Scott)
βλεπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἴδῃ, νὰ ἀποβλέψῃ, εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 965D.
Greek Monotonic
βλεπτέον: ρημ. επίθ. του βλέπω, πρέπει κάποιος να κοιτάξει, σε Πλάτ.