ἀρτιθανής

From LSJ
Revision as of 11:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐθᾰνής Medium diacritics: ἀρτιθανής Low diacritics: αρτιθανής Capitals: ΑΡΤΙΘΑΝΗΣ
Transliteration A: artithanḗs Transliteration B: artithanēs Transliteration C: artithanis Beta Code: a)rtiqanh/s

English (LSJ)

ἀρτιθανές, just dead, E.Alc.600 (lyr.), Men. Prot.p.89D.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐθᾰνής) -ές
recién muerto νέκυς E.Alc.600, cf. Nonn.Par.Eu.Io.11.13, Men.Prot.p.89.

German (Pape)

[Seite 362] ές, jüngst gestorben, Eur. Alc. 608.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mort depuis peu.
Étymologie: ἄρτι, θνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιθᾰνής: только что умерший Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιθᾰνής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου ἀποθανών, Εὐρ. Ἄλκ. 600.

Greek Monolingual

ἀρτιθανής, -ές (Α)
αυτός που πέθανε πριν λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -θανής < (θ.) θαν-, έθανον (αόρ. β' του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής].

Greek Monotonic

ἀρτιθᾰνής: -ές (θνῄσκω), αυτός που μόλις πέθανε, σε Ευρ.

Middle Liddell

θνήσκω
just dead, Eur.