ἀρηνοβοσκός
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ὁ, shepherd, Paus.Gr.Fr.69, dub. in S.Fr.655.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ pastor Paus.Gr.α 148, Hsch., v. ῥηνοβοσκός
Greek (Liddell-Scott)
ἀρηνοβοσκός: ὁ, = προβατοβοσκός, «ἀρηνοβοσκὸς ὁ προβατοβοσκὸς κατὰ Παυσανίαν, ἐκ μέρους δηλαδὴ» Εὐστ. Ἰλ. 799. 35.
Greek Monolingual
ἀρηνοβοσκός, ο (Α)
αυτός που βόσκει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήν «πρόβατο» + βοσκός.