ἦλον
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
τό, = βράβιλον or κοκκύμηλον, Seleuc. ap. Ath.2.50a.
German (Pape)
[Seite 1163] τό, nach Ath. II, 50 a = βράβυλον oder μῆλον.
Greek (Liddell-Scott)
ἦλον: τό, = μῆλον, ἦλα δὲ οἷον μῆλα Ἀθήν. 50Α.
Greek Monolingual
ἦλον, τὸ (Α)
βράβιλον, κοκκύμηλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].