λαχανοπώλιον
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό, vegetable market, Sch.Ar.Lys. 556, Suid.
German (Pape)
[Seite 20] τό, = λαχανοπωλεῖον, Suid.
Greek Monolingual
λαχανοπωλείο, το (AM λαχανοπωλεῖον Α και λαχανοπώλιον) λαχανοπώλης
κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο.