λαθραιόκοιτος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ὁ, adulterer, fornicator, Vett.Val.75.16.
Greek Monolingual
λαθραιόκοιτος, ὁ (Α)
μοιχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + -κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. αγλαόκοιτος, κατάκοιτος].