λατρώδης
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
λατρώδες, servile, Vett.Val.5.26, Heph.Astr.1.1.
Greek Monolingual
λατρώδης, -ῶδες (Α) λάτρον
δουλικός, υπηρετικός.