ἀποχωλεύω
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
make quite lame, X.HG7.2.9, Oec.11.17.
Spanish (DGE)
dejar cojo de caballos, X.HG 7.2.9, μὴ ἀποχωλεῦσαι τὸν ἵππον X.Oec.11.17.
German (Pape)
[Seite 336] ganz lahm machen, Xen. Hell. 7, 2, 9.
French (Bailly abrégé)
rendre tout à fait boiteux ; Pass. être tout à fait estropié ou boiteux.
Étymologie: ἀπό, χωλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχωλεύω: делать хромым Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχωλεύω: κάμνω τινὰ ἐντελῶς χωλόν, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 9· Οἰκ. 11, 17.
Greek Monolingual
ἀποχωλεύω (Α)
καθιστώ κάποιον εντελώς χωλό, αποκουτσαίνω.
Greek Monotonic
ἀποχωλεύω: μέλ. -σω, καθιστώ κάποιον εντελώς χωλό, κουτσό, σε Ξεν.