συναβολέω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
aor. συνηβόλησα, meet, ἀλλήλοις Babr.61.3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se rencontrer avec.
Étymologie: σύν, ἀβολέω.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰβολέω: встречаться (τινι Babr.).