ἐποκλάζω
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
cower with bent knees upon, τῇ γῇ Hld.4.17.
German (Pape)
[Seite 1007] darauf niederducken, niederkauern, γῇ Heliod. 4, 17; γαίῃ Agath. prooem. 50 (IV, 3)
Russian (Dvoretsky)
ἐποκλάζω: сидеть на корточках или на коленях (γαίῃ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐποκλάζω: ὀκλάζω, γονατίζω ἐπί τινος, τῇ γῇ συνεχὲς ἐποκλάζοντες, ἐπὶ ὀρχουμένων, Ἡλιόδ. 4. 17.
Greek Monolingual
ἐποκλάζω (Α)
λυγίζω τα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οκλάζω «λυγίζω τα γόνατα»].