σελάω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
(σέλας), intr., shine, Nic.Th.691.
German (Pape)
[Seite 870] wie σελαγέω, erleuchten, beleuchten, sp. D. – Auch intrans., leuchten, glänzen, Nic. Ther. 691.
Greek (Liddell-Scott)
σελάω: (σέλας) ἀμεταβ., λάμπω, ἀκτινοβολῶ, Νικ. Θηρ. 691. ΙΙ. μεταβ., φωτίζω, φέγγω, Γρηγ. Ναζ. Στίχ. 2. 72.