γρυλλισμός
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ὁ, Egyptian dance, Phryn.PSp.58B.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ cierta danza egipcia Phryn.PS 58, cf. γρύλλος.
German (Pape)
[Seite 507] ὁ, richtiger γρυλισμός, ὁ, das Grunzen, Arist. H. A. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
danse grotesque ou inconvenante.
Étymologie: γρύλλος.
Greek Monolingual
(II)
γρυλλισμός, ο (Α) γρύλλος
αιγυπτιακός χορός.