ὑπογύπωνες

From LSJ
Revision as of 12:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπογύπωνες Medium diacritics: ὑπογύπωνες Low diacritics: υπογύπωνες Capitals: ΥΠΟΓΥΠΩΝΕΣ
Transliteration A: hypogýpōnes Transliteration B: hypogypōnes Transliteration C: ypogypones Beta Code: u(pogu/pwnes

English (LSJ)

οἱ, a sort of dancers, Poll.4.104.

German (Pape)

[Seite 1213] οἱ, eine Art Tänzer, Poll. 4, 104.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογύπωνες: οἱ, εἶδος ὀρχηστρῶν παρὰ Πολυδ. Δ΄, 104.

Greek Monolingual

οι / ὑπογύπωνες, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα)
1. χορευτές οι οποίοι στον χορό τους παρίσταναν γέροντες
2. συνεκδ. ο ίδιος ο χορός τών χορευτών αυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γύπωνες «χορευτές στη Σπάρτη»].