στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Full diacritics: μενεγχής | Medium diacritics: μενεγχής | Low diacritics: μενεγχής | Capitals: ΜΕΝΕΓΧΗΣ |
Transliteration A: menenchḗs | Transliteration B: menenchēs | Transliteration C: menegchis | Beta Code: menegxh/s |
μενεγχές, = μεναίχμης, A.Eleg.3.
μενεγχής, -ές (Α)
μεναίχμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχεγχής].