κοπηρός
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
English (LSJ)
ά, όν, = κοπιαρός, Hdn.Epim.179.
German (Pape)
[Seite 1482] mühsam, Hdn. Epimer. p. 179.
Greek (Liddell-Scott)
κοπηρός: -ά, -όν, = κοπιαρός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 179.
Greek Monolingual
κοπηρός, -ά, -όν (ΑM) κόπος
κοπιώδης, κοπιαστικός, οχληρός.