συγκέλλω
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
push together, Opp.H.5.602.
German (Pape)
[Seite 967] zusammentreiben, hineinthun, στρόμβους συγκέλσαντες Opp. Hal. 5, 602.
Greek (Liddell-Scott)
συγκέλλω: ὠθῶ ὁμοῦ, συνωθῶ, σπρώχνω, Ὀππ. Ἁλ. 5. 602.
Greek Monolingual
Α
μαζεύω κάτι στο ίδιο μέρος μαζί με άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέλλω «κινώ, προχωρώ»].