ὡσανεί
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
or ὡς ἂν εἰ (ὡς κἂν εἰ Arist.Mu.396b1), as if, as it were, with Verbs, τὸ.. πνεῦμα ὡσανεὶ προδιαλύεται Id.Pr.934b6; πόλις ἥτις ὡ. πρόσχημα.. ἦν Plb.3.15.3; μήτε βλέπειν μήτ' ἀκούειν, ἀλλ' ὡ. βλέπειν καὶ ὡ. ἀκούειν Plu.2.961f; with a part., ὡ. προκαλούμενος Plb. 1.46.11; with Nouns, ὡ. σάρκες Arist.Metaph.1036b10; ὡ. ἀμμῶδες Id.Mir.831b30; μέγεθος ὡ. βοῦς ib.832b15, etc.
German (Pape)
[Seite 1421] oder richtiger getrennt ὡς ἂν εἰ, gleich als wenn, gleichsam, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
conj.
comme, en quelque sorte.
Étymologie: ὡς, ἄν, εἰ.
Greek Monolingual
και ὡς ἂν εἰ, Α
επίρρ. ωσάν, σαν («μὴ βλέπειν..., ἀλλ' ὡσανεὶ βλέπειν», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ὡσᾰνεί: тж. ὡς ἂν εἰ conj. как будто, как (если) бы, словно Arst., Polyb., Plut.