ψοφητικός
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ψοφητική, ψοφητικόν, able to make a noise, of animals, opp. both to τὰ ἄφωνα and to τὰ φωνήεντα, Id.HA488a31; τὸ ψ. a thing capable of producing sound, opp. τὸ ὁρατόν, Id.de An.423b5, cf. 420a3.
German (Pape)
[Seite 1401] zum Geräuschmachen, Lärmen geschickt, von unartikulirten Tönen, Arist. H. A., 1, 1 von den Tieren, im Gegensatz der ἄφωνα u. der φωνήεντα.
Russian (Dvoretsky)
ψοφητικός: способный звучать: τὰ μὲν (ζῷα) ψοφητικά, τὰ δ᾽ ἄφωνα, τὰ δε φωνήεντα Arst. одни животные способны издавать звуки, другие неспособны, третьи же одарены голосом.
Greek (Liddell-Scott)
ψοφητικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ θόρυβον ἢ νὰ παραγάγῃ ἦχον, ἐπὶ ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρός τε τὰ ἄφωνα καὶ τὰ φωνήεντα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ ψοφητικά, τὰ ψοφεῖν δυνάμενα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὁρατά, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 11, 8, πρβλ. 2. 8, 6.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α [ψοφῶ (Ι)]
1. (για ζώο) αυτός που μπορεί να παράγει ψόφο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψοφητικόν
καθετί που μπορεί να κάνει θόρυβο.