ἀντιστηριγμός

From LSJ
Revision as of 07:35, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστηριγμός Medium diacritics: ἀντιστηριγμός Low diacritics: αντιστηριγμός Capitals: ΑΝΤΙΣΤΗΡΙΓΜΟΣ
Transliteration A: antistērigmós Transliteration B: antistērigmos Transliteration C: antistirigmos Beta Code: a)ntisthrigmo/s

English (LSJ)

ὁ, blocking the way, resistance, ἀνακοπαὶ καὶ ἀντιστηριγμοί D.H.Dem.38; ἀντιστηριγμοὶ γραμμάτων Id.Comp. 16.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
gram. resistencia, pronunciación prolongada ἀντιστηριγμοὺς γραμμάτων D.H.Comp.65.15, cf. Dem.38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστηριγμός: -οῦ, ὁ, ἀντωθισμός, ἀνακοπάς τε ποιήσει συλλαβῶν, καὶ ἀναβολὰς χρόνων, καὶ ἀντιστηριγμοὺς γραμμάτων Δίον. Ἁλ. π. Συνθ. Ὀνομ. (ἔκδ. Reiske τ. V. σ. 99, 10)· ἴδε ἐν λ. στηριγμός II. 3.

Greek Monolingual

ἀντιστηριγμός, ο (Α)
η αντίσταση, η παρεμπόδιση.

German (Pape)

ὁ, das Widerstreben; bei Dion.Hal. C.V. 16 p. 209 das Zusammentreffen solcher Konsonanten, die sich nicht zusammen aussprechen lassen.