σπούδαξ

From LSJ
Revision as of 19:06, 12 December 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπούδαξ Medium diacritics: σπούδαξ Low diacritics: σπούδαξ Capitals: ΣΠΟΥΔΑΞ
Transliteration A: spoúdax Transliteration B: spoudax Transliteration C: spoydaks Beta Code: spou/dac

English (LSJ)

ἀλετρίβανος (pestle), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σπούδαξ: «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός εκφραστικός τ. < σπουδή + επίθημα -αξ (πρβλ. αὖλαξ). Η σημ. του τ. «γουδί», αν δεν είναι μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. σπεύδω «πιέζω, συνθλίβω» (βλ. σπεύδω)].