μαραθωνομάχος
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
ὁ, = Μαραθωνομάχης.
Greek Monolingual
ο (Α μαραθωνομάχος και μαραθωνομάχης)
1. πολεμιστής που μετείχε στη μάχη εναντίον τών Περσών στον Μαραθώνα
2. (παροιμιωδώς) γενναίος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + -μάχος (< μάχομαι)].
German (Pape)
ὁ, = μαραθωνομάχης.