ῥιγομάχος
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
v. ῥιγομάχης.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑγομάχος: или ῥῑγομάχης, ου (ᾰ) adj. m борющийся с холодом Anth.
German (Pape)
[ῑ], ὁ, der mit dem Frost, der Kälte Streitende, Lucill. 6 (XI.155).