εγκρίνω
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
(Α ἐγκρίνω)
1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῦ τιν' ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῖδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα)
2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον», Πλούτ. Ηθ.)
νεοελλ.
κάνω κάτι έγκυρο, αποφασίζω θετικά, επικυρώνω («ο υπουργός ενέκρινε τις δαπάνες», «τα εγκεκριμένα διδακτικά βιβλία»)
αρχ.
(για πρόσ.) εκλέγω, αποδέχομαι.