ειλίπους

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

Greek Monolingual

εἰλίπους, -ουν (Α)
1. αυτός που συστρέφει το πόδι όταν βαδίζει (ομηρικό επίθετο τών βοδιών επειδή όταν βαδίζουν διαγράφουν με το πέλμα τμήμα κύκλου)
2. ως ουσ. εἰλίποδες
βόδια
3. φρ. «γυναῖκες εἰλίποδες» — οι γυναίκες που πλέκουν τα πόδια γύρω στο κορμί του άντρα.