σεληνῖτις
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ιδος, ἡ,= χαμαίκισσος, Ps.-Dsc.4.37.
Spanish
Greek Monolingual
η / σεληνῖτις, -ίτιδος, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. παλαιότερη λόγια ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λουναρία της οικογένειας βρασσικίδες
αρχ.
το γνωστό με τη λόγια ονομασία γλήχωμα φυτό, ο χαμαίκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ῖτις (πρβλ. ποταμῖτις)].
Léxico de magia
ἡ bot. hiedra terrestre λαβὼν κιρρὸν κηρὸν καὶ χυλοὺς ἀερίας καὶ σεληνίτιδος μῖξον καὶ πλάσον Ἑρμῆν ὑπόκενον toma cera anaranjada y jugo de aérea y de hiedra terrestre, mézclalo y modela un Hermes hueco P IV 2360
German (Pape)
fem. zu σεληνίτης.