emplasto
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
Spanish > Greek
Διονυσιάς, αἰγυπτάριον, βρόμιον, γάλλος, γεράνιος, δυσραχῖτις, ἀνθίζω, ἀνθηρά, ἀπόχυμα, ἁρμονία, ἄκεσις, ἄκηρος, ἄνθρωπος, ἄφρα, Ἀθήνη, ἐμπλαστή, ἔμπλασμα, ἔμπλαστον, ἔμπλαστρον, ἔμπλαστρος, Ἑλλησπόντιος, κατάπλασμα