στεφανωτίς
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
v. στεφανωτρίς.
German (Pape)
[Seite 940] ίδος, ἡ, = Folgdm, Theophr.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
στεφανωτρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανώ + κατάλ. -τις (θηλ. του -της), πρβλ. λιβανωτίς].