ἐνουρέω
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
aor. 1 ἐνεούρησα Eup.45:—make water in, ἔς τι Hdt.1.138, 2.172; εἰς τὰ ὦτα Porph.Abst.3.3; ἔν τινι Hermipp.82.1: abs., ὥσπερ ἐνεουρηκότες like piss-a-beds, Ar.Lys.402, cf. Arist.Pr.876a15, Dsc.Eup.2.106, Paul.Aeg.3.45.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. ἐνεούρησεν Eup.51; perf. part. ac. plu. masc. ἐνεουρηκότας Ar.Lys.402]
1 orinar, mear en c. giro prep. o dat., c. εἰς: ἐς ποταμὸν δὲ οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι (los persas), Hdt.1.138, ἐς τὸν (ποδανιπτῆρα) ... ἐνεμέειν καὶ ἐνουρέειν Hdt.2.172, cf. Gal.12.287, εἰς τὴν ἀμίδα Luc.Merc.Cond.4, εἰς τὰ ὦτα para anular algún tipo de poder sobrenatural, Porph.Abst.3.3, c. dat. loc. ἐχῖνος ... ὅταν γοῦν ἁλίσκηται, ... ἐνεούρησε τῷ δέρματι Ael.NA 4.17, ποταμῷ Par.Vat.40, c. otras prep. ἐνούρει ἐν τῷ μέσῳ οὐκ αἰδούμενος τὰς γυναῖκας de un cínico, Luc.Symp.35, de los perros ἐπαίρων τὸ ἕτερον τῶν ὀπισθίων σκελῶν ἐνουρεῖν ... πρός τι τῶν ἐξεχόντων τῆς γῆς Gal.12.295.
2 mearse, orinarse encima ref. a la incontinencia de los ancianos, Eup.l.c., Ar.l.c.
•gener. en pres. sufrir de incontinencia esp. durante el sueño οἱ νέοι ἐν τοῖς βαθυτάτοις ὕπνοις μάλιστα ἐνουροῦσιν Arist.Pr.876a25, cf. Diog.4, κατὰ τοὺς ὕπνους Aët.11.25 tít., cf. Dsc.Eup.2.106, Paul.Aeg.3.45.13 (tít.).
German (Pape)
[Seite 850] (s. οὐρέω), hineinpissen; εἴς τι, Her. 2, 172; Luc. de merc. cond. 4; ἔν τινι, Hermipp. bei Ath. I, 29 e; ins Bett, einpissen, Diosc.; τινί, anpissen, Arist. probl. 3, 34; absol., ὥσπερ ἐνεουρηκότες, als hätten wir uns bepißt, Ar. Lys. 403.
French (Bailly abrégé)
ἐνουρῶ :
ao. ἐνεούρησα, pf. ἐνεούρηκα;
uriner dans ou sur, càd ne pouvoir retenir son urine.
Étymologie: ἐν, οὐρέω¹.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνουρέω: ἀόρ. ἐνεούρησα Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 12: - οὐρῶ εἴς τι ἢ ἔν τινι, ἐς ποταμὸν δὲ οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι (οἱ Πέρσαι) Ἡρόδ. 1. 138., 2. 172· ἐνουροῦσι... στρώμασιν ἐν μαλακοῖς Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2: ἀπολ., ὥστε θαἰματίδια σείειν πάρεστιν ὥσπερ ἐνεουρηκότας, ὡς νὰ τὰ κατουρήσαμεν, Ἀριστοφ. Λυσ. 402, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 34.
Russian (Dvoretsky)
ἐνουρέω: испускать мочу, мочиться (εἴς τι Her., Luc.; ἐν τοῖς ὕπνοις Arst.; ὥσπερ ἐνεουρηκώς Arph.).