οἰόφρων

From LSJ
Revision as of 10:48, 17 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰόφρων Medium diacritics: οἰόφρων Low diacritics: οιόφρων Capitals: ΟΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: oióphrōn Transliteration B: oiophrōn Transliteration C: oiofron Beta Code: oi)o/frwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) lonely, οἰ. πέτρα A.Supp.795 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 311] ονος, eigensinnig; bei Aesch. Suppl. 776, οἰόφρων κρεμὰς γυπίας πέτρα, müßte es allein einsam bedeuten, aber die Lesart ist sehr zw., vgl. οἰοπροκρεμάς.

French (Bailly abrégé)

ως, ον ; gén. ονος;
aux sentiments solitaires, solitaire, sauvage.
Étymologie: οἶος, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

οἰόφρων: 2, gen. ονος одинокий (πέτρα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) = μονόφρων· καθόλου, μονήρης, ἐρημικός, μόνος, οἰ. πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.

Greek Monolingual

οἰόφρων, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυ
πιὰς πέτρα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονόφρων].