ξενολογέω
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
A enlist foreign troops, esp. mercenaries, Isoc.5.96, D.40.36, Plb.3.27.4, LXX 1 Ma.4.35; ξ. ἐκ τᾶς Ἀσίας εἰς ἴδιον πόλεμον SIG 581.82 (Crete, ii B. C.); ξ. πλῆθος μισθοφόρων Plb.1.9.6:—Med., OGI 270.12 (Crete, iii B. C.):—Pass., Plb. 14.7.5, al., CIG2623 (Citium), J. AJ13.4.9.
2 metaph., ξ. ἔλεον παρά τινων raise a contribution of pity, D.S.34/5.2.39.
German (Pape)
[Seite 277] Fremde, Miethssoldaten anwerben; Isocr. 5, 96; Pol. 32, 1, 5; ἱκανὸν πλῆθος μισθοφόρων, 1, 9, 6; Plut. Artax. 4 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ξενολογῶ :
rassembler des troupes étrangères, recruter des mercenaires.
Étymologie: ξενολόγος.
Russian (Dvoretsky)
ξενολογέω:
1 набирать иноземных наемников, производить набор иностранцев Dem., Isocr., Polyb., Plut.;
2 собирать, привлекать (со стороны): ξ. ἔλεον παρά τινι Diod. вызывать чье-л. сострадание.
Greek (Liddell-Scott)
ξενολογέω: στρατολογῶ μισθοφόρους, Ἰσοκρ. 101D, Δημ. 1019. 12, Πολύβ., κτλ. - Παθ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2623.
2) μεταφορ., ξ. ἔλεον παρά τινι, ἐγείρειν συμπάθειαν παρά τινι, Διόδ. Ἐκλογ. 600. 71.
Greek Monotonic
ξενολογέω: μέλ. -ήσω, καταγράφω ξένους, στρατολογώ μισθοφόρους, σε Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
ξενολογέω, fut. -ήσω
to enlist strangers, levy mercenaries, Dem., etc. [from ξενολόγος