ἀνέκφευκτος
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ἀνέκφευκτον, not to be escaped, inevitable, D.S.20.54, Plu.2.166e, Corn.ND13, Phld.Ir.p.79 W.
Spanish (DGE)
-ον
inevitable ἀνάγκαι D.S.20.54, δεσπότης Plu.2.166e, cf. Corn.ND 13, Phld.Ir.79, οὐ πᾶσιν ... ἀνέκφευκτα Phld.Sto.p.57.
German (Pape)
[Seite 221] unentrinnbar; akt., der nicht entfliehen kann, Plut. δοῦλος Superst. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne peut s'échapper.
Étymologie: ἀ, ἐκφεύγω.
Greek Monolingual
ἀνέκφευκτος, -ον (Α)
ο ανίκανος να διαφύγει, εκείνος που δεν μπορεί να δραπετεύσει
2. άφευκτος, αναπόφευκτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέκφευκτος:
1 неизбежный (τύχης ἐπηρεασμός Diod.);
2 не могущий бежать (δοῦλος Plut.).