Σιμωνίδειος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
Adj. Σιμωνίδειος, Σιμωνίδειον, Simonidean, of Simonides or like Simonides, τρόπος Plu.2.1137f.
French (Bailly abrégé)
α, ον :de Simonide (Σιμωνίδης).