θηέομαι
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
Ion. form of θεάομαι. θήῃς,
A v. τίθημι.
German (Pape)
[Seite 1206] ion., u. θαέομαι dor., = θεάομαι, schauen, anschauen, gew. mit dem Nebenbegriffe des Bewunderns, anstaunen, θηεῦντο μέγα ἔργον Ἀχαιῶν, Il. 7, 444. 10, 524 Od.2, 13, neben θαμβέω Il. 23, 728; θηοῖο 24, 418; Her. ἐθηεῖτο τὸν Πόντον 4, 85, ἐθηεῦντο 3, 136, ἐθηήσαντο 3, 23, θηησάμενος 1, 11; – Hom. hat auch θησαίατο für θηήσαιντο, Od. 18, 191.