ἀκμάζω
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ἀκμή)
A to be in full bloom, at the prime: I of persons, Hdt.2.134, Pl.Prt.335e; ἀ. σώματι, ῥώμῃ, X.Mem.4.4.23, Pl.Plt.310d, etc.; of cities and states, Hdt.3.57, 5.28; ἀ. τὸ σῶμα ἀπὸ τῶν λ ἐτῶν μέχρι τῶν έ καὶ λ Arist.Rh.1390b9; = τὰ τῶν νέων πράττειν Hyp.Fr. 122. 2 flourish, abound in a thing, πλούτῳ Hdt.1.29; παρασκευῇ πάσῃ Th.1.1; νεότητι Id.2.20; ναυσὶκαὶ χρήμασι Aeschin.3.163. 3 c. inf., to be strong enough to do, X.An.3.1.25. II of things, ἀ. ὁ πυρετός, ἡ νόσος is at its height, Hp.Aph.2.29, Epid.1.25, Th.2.49; τοῦ πάθους ἀκμάζοντος Phld.Lib.p.31 O.; ἀ. ὁ πόλεμος Th.3.3; of corn, to be ripe, Id.2.19. 2 ἡνίκα . . ἀκμάζοι [ὁ θυμός] when passion is at its height, Pl.Ti.70d; ἀκμάζουσα ῥώμη Antipho4.3.3; ἀκμάζει πάντα ἐπιμελείας δεόμενα require the utmost care, X.Cyr.4.2.40. 3 impers., c. inf., ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι 'tis time to... A.Th.97 (lyr.); νῦν γὰρ ἀ. Πειθὼ . . ξυγκαταβῆναι now 'tis time for her to... Id.Ch. 726.
German (Pape)
[Seite 74] (ἀκμή), auf dem höchsten Punkte, in voller Blüthe stehen, bes. a) in der Blüthe der Jahre, in vollster Manneskraft; Plat. Rep. V, 459 b verb. ἐκ τῶν νεωτάτων ἢ ἐκ τῶν γεραιτάτων ἢ ἐξ ἀκμαζόντων; Isocr. setzt ἀκμάζοντες den πρεσβύτεροι entgegen, 12, 267; dem παρηβηκώς Luc. Tyrannicid. 1; ἀκμάζειν ῥώμῃ Plat. Polit. 319 b; übh. stark sein, mit folgd. inf., ἐρύκειν τὰ κακά, um das Uebel abzuhalten, Xen. An. 3. 1, 25; reich sein, πλούτῳ Her. 1, 29; ὁ Περσῶν βασιλεὺς ναυσὶ καὶ χρήμασι καὶ πεζῇ στρατιᾷ Aesch. 3, 163 (vgl. Thuc. 1, 1); geistig, οἱ πρεσβύτεροι ἀκμάζουσι τῷ εὖ φρονεῖν, 1, 24; ἔν τινι ἀκμάζειν 2, 138; Plut. Pericl. 37; πρός τι Arist. rhet. 1, 5. Uebertr. auf Sachen, τὰ τῶν Σι φνίων πράγματα ἤκμαζε, der Staat war in voller Blüthe, Her. 3, 57; vgl. 6, 127; τὸ ναυτικόν Thuc. 7, 63; νόσος 2, 49, die Krankheit hat den höchsten Grad erreicht; πόλεμος 3, 3 (wie Plut. Them. 4); θέρος 2, 19; όπώρας ἀκμαζούσης, mitten im Herbst, Long. 2, 1; σίτου ἀκμάζοντος Xen. Hell. 1, 2, 4; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι Thuc. 3, 1; die Zeit, wo das Getreide reif ist. – Impers., es ist hohe, rechte Zeit, βρετέων ἔχεσθαι Aesch. Spt. 94; ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα, es gilt die größte Sorgfalt, Xen. Cyr. 4, 2, 19.