κακκανῆν
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
Lacon. inf., perhaps stir up, incite, νέων ψυχάς dub. in Leonidas ap.Plu.Cleom.2, cf. 2.235f (κακάνειν codd.), 959b (κακύνειν codd.).
French (Bailly abrégé)
v. κατακαίνω.
Greek Monolingual
κακκανῆν (Α)
(δωρ. τ. απρμφ.) πιθ. εξάπτω, διεγείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκονῆν (με αφομοίωση του τ σε κ) < κατ-ακονῆν με αποκοπή, απρμφ. του ρ. κατ-ακονάω (< κατά + ἀκονάω < ἀκόνη.
Russian (Dvoretsky)
κακκανῆν: (= κατακανεῖν) дор. Plut. inf. к κατακαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακκανῆν, Lac. inf., in rep en roer brengen (bet. onzeker).