διαπεύθομαι
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
poet. for διαπυνθάνομαι, A.Ag.807 (anap.).
Spanish (DGE)
investigar abs. γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος A.A.807.
German (Pape)
[Seite 595] = διαπυνθάνομαι, Aesch. Ag. 808.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés;
poét. c. διαπυνθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πεύθομαι, poët. voor διαπυνθάνομαι, erachter komen, horen: met acc.: τὸν... οἰκουροῦντα wie... bestuurt Aeschl. Ag. 807.
Russian (Dvoretsky)
διαπεύθομαι: Aesch. = διαπυνθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεύθομαι: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διαπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.
Greek Monolingual
βλ. διαπυνθάνομαι.
Greek Monotonic
διαπεύθομαι: ποιητ. αντί διαπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
poet. for διαπυνθάνομαι Aesch.]