μαντιπολέω
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
μαντιπολῶ :
prédire l'avenir.
Étymologie: μαντιπόλος.
German (Pape)
sich mit dem Wahrsagen beschäftigen, weissagen, Aesch. Ag. 952.
Russian (Dvoretsky)
μαντῐπολέω: заниматься предсказаниями, прорицать Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
μαντῐπολέω: προφητεύω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 979· - ἐκ τοῦ μαντιπόλος, ον, μαινόμενος, ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, Βάκχη Εὐρ. Ἑκ. 123· Ἀπόλλων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 31.
Greek Monotonic
μαντῐπολέω: μέλ. -ήσω, προφητεύω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μαντῐπολέω, fut. -ήσω
to prophesy, Aesch. [from μαντῐπόλος]