ἐκχαυνόω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
puff up, make vain and arrogant, ἐκ δὲ παίδων χαύνοις φρένας Alc.51; [πόλιν] ἐκχαυνῶν λόγοις E.Supp.412, cf. Phld.Lib. p.32 O.; ἐ. τὸν πολὺν ὄχλον to make them gape and stare, Hp.Art.42.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): lesb. ἐκχαύνωμι
• Morfología: [pres. ind. 2a sg. ἐκ ... χαύνως Alc.359.3 (tm.)]
1 envanecer, engañar αὐτὴν (πόλιν) ... ἐκχαυνῶν λόγοις E.Supp.412, abs. τοῖς ἐκχαυνο[ῦ] σι πάθεσιν Phld.Lib.fr.66.7.
2 dejar boquiabierto, asombrado παίδων ... φρένας Alc.l.c., τὸν πολὺν ὄχλον Hp.Art.42.
German (Pape)
[Seite 787] aufblähen, aufgeblasen, übermütig machen; λόγοις Eur. Suppl. 412; τὸν ὄχλον, den großen Haufen täuschen und für sich gewinnen, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ἐκχαυνῶ :
gonfler, càd :
1 rendre vain et hautain;
2 rendre hébété, stupide.
Étymologie: ἐκ, χαυνόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχαυνόω: досл. надувать, перен. делать надменным: ἐ. τινα λόγοις Eur. вскружить кому-л. голову речами.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχαυνόω: μεταίρω, καθιστῶ τινα ἀλαζόνα, πόλιν ἐκχαυνῶν λόγοις Εὐρ. Ἱκ. 412· ἐκχ. τὸν πολὺν ὄχλον, κάμνω αὐτὸν νὰ χάσκῃ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808.
Greek Monotonic
ἐκχαυνόω: μέλ. -ώσω, ξιπάζω, «παραφουσκώνω», κάνω κάποιον ματαιόδοξο και αλαζόνα, σε Ευρ.