κατασκευασμάτιον

From LSJ
Revision as of 17:42, 22 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Geräth" to "Gerät")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευασμάτιον Medium diacritics: κατασκευασμάτιον Low diacritics: κατασκευασμάτιον Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: kataskeuasmátion Transliteration B: kataskeuasmation Transliteration C: kataskevasmation Beta Code: kataskeuasma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of κατασκεύασμα, Hero. Spir. 1.7.

German (Pape)

[Seite 1378] τό, kleines Gerät, Math. vett.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευασμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κατασκεύασμα, μικρὸν σκεῦος, κ. πρὸς τὸ οἰνοχοεῖν χρήσιμον Ἥρων ἐν Math. Vett. 160.

Greek Monolingual

κατασκευασμάτιον, τὸ (Α)
μικρό σκεύος ή αγγείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασκεύασμα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. καλάθιον, προβλημάτιον)].