ἐπιθοάζω
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
sit as suppliant at an altar, τάδ' ἐπευχομένη κἀπιθοάζουσ' A.Ch.856 (οα in litura); τάδε καὶ θρηνῶ κἀπιθοάζω E.Med. 1409; cf. θοάζω ΙΙ; but κἀπιθεάζουσ' invoking the gods, and κἀπιθεάζω should prob. be read.
German (Pape)
[Seite 943] daraufsitzen, an den Altären als Schutzflehender sitzen, die Götter anrufen, neben ἐπεύχομαι Aesch. Ch. 843, wie Eur. Med. 1409 ἐπιθοάζω μαρτυρούμενος δαίμονας, vielleicht ἐπιθεάζω, s. Buttmann Lezil. II S. 109 s.
French (Bailly abrégé)
être assis en suppliant auprès d'un autel.
Étymologie: ἐπί, θοάζω.
Greek Monolingual
ἐπιθοάζω (Α)
κάθομαι κοντά σε βωμό ως ικέτης ζητώντας τη βοήθεια τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θοάζω «κάθομαι»].
Greek Monotonic
ἐπιθοάζω: μόνο στον ενεστ., κάθομαι ως ικέτης κοντά στον βωμό, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθοάζω: молить(ся) у алтаря (ἐπεύχεσθαι καὶ ἐ. Aesch.; θρηνεῖν καὶ ἐ. Eur.).
Middle Liddell
to sit as a suppliant at an altar, Aesch., Eur. only in pres.]