κακουργέω
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
A do evil, work wickedness, E.Or.823 (lyr.), etc.; κ. τι Antipho 2.3.2; μηδὲν κ. Pl.Prt.326a; περί τινας Id.R.416d; ἵππος ἢν κακουργῇ be vicious, X.Oec.3.11; ἀδικεῖν καὶ κ. Ar.Nu.1175; κ. καὶ ἐξαμαρτάνειν Pl.Hp.Mi.375d:—Pass., εὗρέν τι -ηθέν found that a fraud had been committed, POxy.1468.19 (iii A.D.). 2 of discussion, κ. ἐν τοῖς λόγοις use captious or unfair arguments, Pl.Grg. 489b, cf. 483a, Arist.Rh.1404b39. 3 of things, ὁ . . ἱδρὼς κακουργεῖ X.Mem.1.4.6. II c. acc. pers., maltreat, injure, A.Fr.266, E.Supp.537; κ. ἀλλήλους καὶ ἀδικεῖν Pl.Lg.679e. 2 c. acc. rei, ravage a country, τὴν Εὔβοιαν Th.2.32, cf. 3.1; κ. τὴν Χώραν καὶ τὰ κτήματα Pl.Lg.760e, etc.; κ. τὸν λόγον spoil the argument, Id.R. 338d. 3 corrupt, falsify, τοὺς νόμους D.24.65:—Pass., τὰ ἀληθῆ καὶ μὴ κακουργούμενα τῶν πραγμάτων Id.31.8. 4 c. dat., κ. τοῖς προβάτοις, of dogs, Pl.R.416a.
German (Pape)
[Seite 1304] ein κακοῦργος sein, schlecht, boshaft handeln, feindlich behandeln, verletzen, verwüsten, Ggstz von εὐεργετεῖν, Aesch. frg. 244; καὶ ἀδικεῖν Ar. Nub. 1175; τὴν Εὔβοιαν Thuc. 2, 32; τὰ ἐγγὺς τῆς πόλεως 3, 1; τοὺς ἐπιχειροῦντας ὁτιοῦν τὴν χώραν καὶ τὰ κτήματα κακουργεῖν Plat. Legg. VI, 760 e; neben ἐξαμαρτάνω Hipp. min. 375 d; ὅπως οἱ νέοι μηδὲν κακουργῶσι, nichts Schlechtes thun, Prot. 326 a; τινί, Rep. III, 416 a; περὶ τοὺς πολίτας ibid.; τὴν πόλιν Euthyphr. 3 a; ἐν τοῖς λόγοις, mit verfänglichen Kunstgriffen streiten, chikaniren, Gorg. 489 b; ᾑ ἂν μάλιστα κακουργήσαις τὸν λόγον Rep. I, 338 d; neben συκοφαντεῖν 341 b; vgl. Wolf Lept. p. 334; τοὺς νόμους Dem. 24, 65, u. sonst bei Rednern u. Folgdn; τοῖς προβάτοις Plat. Rep. III, 416 a.