παρεισπίπτω
From LSJ
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
English (LSJ)
A get in by the side, steal in, Thphr.CP5.16.1, Luc.Jud.Voc. 11, etc.; -πεσόντες ἔλαθον D.H.7.11; esp. in war, εἰς τὰς πολιορκουμένας πόλεις Plb.1.18.3, cf. D.S.20.44, Str.14.1.38, Plu.Sert.3. II fall in the way of, Id.Luc. 17.
German (Pape)
[Seite 512] (s. πίπτω), daneben od. heimlich einfallen, sich heimlich hinein- od. hinzuschleichen; τῶν παρεισάγεσθαι καὶ παρεισπίπτειν εἰωθότων εἰς τὰς πολιορκουμένας πόλεις Pol. 1, 18, 3, u. öfter; Plut. Demetr. 7 u. a. Sp.