πότμος
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
ὁ, (πίπτω) poet. word,
A that which befalls one, lot, destiny: 1 in Hom. always of evil destiny, esp. of death; of the killer, πότμον ἐφῆκε, ἐφήσω, Il.4.396, Od.19.550; or of the killed, πότμον ἐπισπεῖν Il.6.412, Od.2.250, al.; θάνατον καὶ π. ἐπισπεῖν Il.2.359, 20.337, al.; also θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν 7.52, Od.4.562, al.; ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον 11.197; αἴ κε θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο Il.4.170, cf. 11.263; also πότμον ἐφάψαι, = π. ἐφεῖναι, Pi.O. 9.60, cf. B.5.158, etc.; πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, of the Dioscuri who lived on alternate days, Pi.N.10.57. 2 after Hom. without a sense of evil, π. συγγενής one's natural gifts, ib.5.40; εὐτυχεῖ π. A.Pers.709; καλλίπαις π. Id.Ag.762 (lyr.), cf. 1005 (lyr.); π. ξυνήθης πατρός my father's customary fortune, S.Tr.88; π. ἄποτμος E.Hipp. 1143 (lyr.); τίνα ποτ' Ἠλέκτρα πότμον εἴληχε βιότου; Id.IT913; θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι π. Arist.Fr.Lyr.6.4. II personified, Destiny, ὁ μέγας Π. Pi.P.3.86. [The first syll. long in Hom., but sts. short in later poets, IG9(1).871 (Corc., iii B.C.), Orph.A.1291; commonly short in Trag., but long in S.Tr.88, Fr.871.1.]
German (Pape)
[Seite 690] ὁ (πετ, πίπτω), das, was Einem zufällt, Zufall, Loos, Schickfal; gew. Unglück, bes. Todesloos, Todesgeschick, in welcher Bdtg Hom. von dem, der den Tod verhängt, bereitet, πότμον ἐφεῖναι sagt, wie Τυδεὺς μὲν καὶ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν, Il. 4, 396; ὃς πᾶσι μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, Od. 19, 550; von dem, der ihn erleidet, πότμ ον ἐπισπεῖν, Il. 6, 412; auch οὐ γάρ πώ τοι μοῖρα θανεῖν καὶ πότμον ἐπισπεῖν, 7, 52; ἐπεί κ' Ἀχιλεὺς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ, 20, 337; ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον, Od. 11, 197; ähnl. πότμον ἀναπλήσαντες, Il. 11, 263, sein Schicksal erfüllt habend, gestorben; ἑτάρων ἐρέων ἀδευκέα πότμον, Od. 10, 245, das herbe Geschick der in Schweine verwandelten Gefährten; – Pind. allgemein Loos; ὁ πότμος συγγενὴς κρίνει ἔργων πέρι, N. 5, 40; πότμος συγγενὴς ἐπέβασεν εὐαμερίας, I. 1, 39; τύχα πότμου, P. 2, 56; πότμῳ σὺν εὐδαίμονι, Ol. 2, 18; πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον, N. 10, 57; εὐθυπορῶν, Aesch. Ag. 977; διχόφρων, Spt. 881; Soph. u. Eur., τίνα πότμον εἴληχε βίου, I. T. 913; sp. D. – [Auch die Attiker brauchen zuweilen die erste Sylbe lang, Seidl. vers. dochm. p. 106; spätere Epiker haben sie zuweilen kurz, Jacobs A. P. p. 572.]