πασσαλεύω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Att. παττ-,
A peg, pin, or fasten to, λαβών νιν . . π. πρὸς πέτραις ib.56 ; λάφυρα . . δόμοις ἐπασσάλευσαν Id.Ag.579 ; ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις E.Ba.1214. 2 drive in like a peg or bolt, σφηνὸς . . γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. A.Pr.65.
German (Pape)
[Seite 532] att. πατταλεύω, annageln, anheften, Aesch. Prom. 56. 65 Eur. Rhes. 180 u. Sp.