χοροειδής
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
A f.l. for χοριοειδής.
German (Pape)
[Seite 1366] χιτών, die traubenfarbige Haut des Auges, uvea tunica, sonst ῥαγοειδής, Poll. 2, 70.