θεάομαι

From LSJ
Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεάομαι Medium diacritics: θεάομαι Low diacritics: θεάομαι Capitals: ΘΕΑΟΜΑΙ
Transliteration A: theáomai Transliteration B: theaomai Transliteration C: theaomai Beta Code: qea/omai

English (LSJ)

Ep. and Ion. θηέομαι (v. infr.), Dor. θᾱέομαι, Θάομαι (qq. v.), imper.

   A θεῶ Ar.Ach.262; opt. θηοῖο (for Att. θεῷο) Il.24.418; part. θηεύμενος Hdt.7.146: Ion. impf. ἐθηεῖτο, ἐθηεῦντο, Id.1.10, 3.136; Ep. θηεῖτο Od.5.75, etc., θηεῦντο Il.7.444, al., ἐθηεύμεσθα Od.9.218, ἐθεῆτο Hp.Nat.Puer.13, θηέσκετο Poet. ap. Parth.21.2: fut. θεάσομαι [ᾱ], Ion. -ήσομαι: aor. ἐθεᾱσάμην, Ep. opt. θηήσαιο, θηήσαιτο, Od.17.315, 5.74; 3pl. ἐθηήσαντο Euph.51.15; Ion. inf. θεήσασθαι (v.l. θεάσ-) Hdt.1.8: Att. pf. τεθέαμαι X.Cyr.7.5.7: codd. of Hdt. vary betw. θεη- and θηη-: a rare Ion. contr. of θηη- to θη- is found in θησαίατ' Od.18.191, θησάμενος IG12.826:—gaze at, behold, mostly with a sense of wonder, θηεῦντο μέγα ἔργον Il.7.444, cf. Od.2.13; λαοὶ δ' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Il.23.728, cf. Hdt.1.8,11, etc.; θ. τὰ καλά Democr.194; πάντες ὥσπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν Pl.Chrm. 154c; θ. ὄμμασι E.Ion232 (lyr.); ζητεῖ τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Ar.Th.797 codd.; ἐθεᾶτο . . τὴν θέσιν τῆς πόλεως... ὡς ἔχοι reconnoitred it, Th.5.7; θ. κύκλῳ τὴν πόλιν X.Cyr.4.5.7: abs., θεᾷ; do you see? Men.Epit. 564.    2 of the mind, contemplate, τὸ ἀληθές Pl.Phd.84b, al.    b see clearly, ἵν' ἴδητε καὶ θεάσησθε ὅτι . . D.4.3, cf. Pl.Prt.352a; with relat. clause, ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ θεάσεσθε D.18.144.    3 view as spectators, esp. in the theatre, Isoc.4.44; οἱ θεώμενοι the spectators, Ar.Ra.2, cf.Nu.518, al. (but also, onlookers, bystanders, Antipho 3.3.7): metaph., θ. τὸν πόλεμον to be spectators of the war, Hdt. 8.116.    4 θ. τὸ στράτευμα to review it, X.Cyr.5.5.1.    II Act. θεάω, late, Baillet Tombeaux des rois à Thèbes 1080: elsewh. in imper. θέα Them.Or.3.44b, Jul.Ep.89b, Hsch.: aor. ἐθεάθην in pass. sense, Ps. -Callisth.2.42, Ev.Marc.16.11, Ap.Ty.Ep.49, Just.Nov.133.3.1: pres. θεῶνται Philostr.Her.2.9. (Orig. prob. θᾱϝ έομαι and θᾱϝάομαι, cf. θαῦ-μα.)

German (Pape)

[Seite 1190] (vgl. θάομαι, θηέομαι), sehen, schauen, betrachten; θεᾶσθε πάντες ἄθλιον δέμας Soph. Tr. 1068; πάντα θεᾶσθ' ὄμμασι Eur. Ion 232; θεάσομαι Hipp. 661; bes. ein Schauspiel mit ansehen, dah. οἱ θεώμενοι, die Zuschauer, Ar. Nubb. 510 Plut. 798; ζητεῖ τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Th. 797; ὅκως ἐκείνην θεήσεαι γυμνήν Her. 1, 8; πόλεμον, den Krieg mit ansehen, 8, 116; πάντες ὥςπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν Plat. Charm. 154 c; übertr., geistig betrachten, τὰ ὀνόματα Crat. 411 a, τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ θεῖον Phaed. 84 a; θεῶ δὴ καὶ τὸ μετὰ ταῦτα ἑπόμενον Polit. 298 e; θεασάμενος, ὅτι οὕτως ἔχεις πρὸς τὸ ἀγαθόν Prot. 352 a. – Τὸ θεαθέν, das Gesehene, Thuc. 3, 38, ist f. l. für δρασθέν. – Bei Sp. finden sich einzelne Formen des Activs, bes. θέα, siehe. Die dor. Form s. unter θάομαι.